- ε(ν)σταντανέ
- τό1) моментальная фотосъёмка; 2) аппарат для моментальной фотосъёмки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ε(ν)σταντανέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), η στιγμιαία φωτογράφιση, το στιγμιότυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)